1 αχρηστια
(ῥύπτειν τι ὡς ἀχρηστίαν Anth.)
(τῆς ἀχρηστίας τοὺς μή χρωμένους αἰτιᾶσθαι Plat.)
(ἀ. καὴ ἡσυχία Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > αχρηστια